υπεναντιούμαι

υπεναντιούμαι
-όομαι, Α [ὑπεναντίος]
1. κάνω ό,τι είναι δυνατόν για να εναντιωθώ («ὑπεναντιόεσθαι τῷ νουσήματι μετὰ τοῡ ἰητροῡ», Ιπποκρ.)
2. εναντιώνομαι κρυφά
3. είμαι αντίθετος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑπεναντιοῦμαι — ὑπεναντιόομαι do what one can to oppose pres ind mp 1st sg ὑπεναντιόομαι do what one can to oppose pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεναντίωμα — ώματος, τὸ, Α [ὑπεναντιοῡμαι] 1. υπεναντιότητα 2. η αντίφαση κάποιου προς τον εαυτό του …   Dictionary of Greek

  • υπεναντίωσις — ώσεως, ἡ, Α [ὑπεναντιοῡμαι] υπεναντιότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”